Τρίτη 21 Αυγούστου 2007

Ουτοπικές μητροπόλεις.

utopia

Το είδα σχεδόν τυχαία – στα κείμενά μου, η λέξη «ουτοπία» (και τα παράγωγά της) συχνά επανέρχεται. Συνήθως καταφεύγω στη χρήση της όταν μιλώ για ταξίδια χωρίς πυξίδα, σε τόπους που δεν σημειώνονται στους χάρτες.

Όχι αδικαιολόγητα. Η «Ουτοπία» προέρχεται από τη φράση «ου τόπος». Και, στ’ αγγλικά, αυτό το «ου τόπος» μεταφράζεται ως “the land of nowhere”. Nowhere – ή αλλιώς, Erewhon, που ήταν το όνομα της Ου-τοπίας του Samuel Butler.

Η λέξη δεν υπάρχει στα αρχαία ελληνικά λεξικά. Τη χρησιμοποίησε (πρώτος, άραγε;) ο Thomas More, στο περίφημο σύγγραμμά του για την ιδανική πολιτεία. Εκείνο το σύγγραμμα κυκλοφόρησε στα 1516 και ο τίτλος του ήταν De optimae rei publicae statu deque nova insula utopia – δηλαδή, Περί του αρίστου πολιτεύματος και περί της νέας νήσου ουτοπίας. Απέμεινε τελικά μόνο το όνομα της νήσου: Utopia. Και από τότε, κάθε φορά που κάποιος μιλά για μιαν ιδανική κατάσταση, συνήθως πολιτικής απόχρωσης, λέμε πως δημιουργεί μιαν Ουτοπία.

Οι Ουτοπίες ήσαν πάντα ιδανικές πολιτείες – ίσως επειδή παρέμεναν αενάως και οριστικώς φαντασιακές. Έξοχες όμως: θεσπισμένες επί τη βάσει του οία αν γένοιτο (και του δέον γενέσθαι), διακρίνονται σαφώς από τον κόσμο των γενομένων. Μικρές τραγωδίες εν τέλει: η ευτοπία της τέχνης ως αντίβαρο στη δυστοπία της πραγματικότητας.

Οι Ουτοπίες συνήθως ήσαν νησιά. Η nova insula του More. Η Νέα Ατλαντίδα του Francis Bacon (1627). Η Oceana του James Harrington (1656). Η Icarie του Etienne Cabet (1840). Οι χώρες που εγνώρισε ο Lemuel Gulliver (δηλαδή, ο Jonathan Swift) στα ταξίδια του (1726). Παράξενο, όμως: τα νησιά, που ισοδυναμούσαν με υποσχέσεις ευτοπίας, έγιναν κάποτε δυστοπίες. Τόποι εξορίας. Η Ικαρία. Η Αγία Ελένη. Η Σπιναλόγκα. Και, ακόμη πιο παράξενο: αυτά τα νησιά, αυτοί οι τόποι, υποτίθεται πως δεν υπήρχαν. Τα πολιτικά καθεστώτα τους απέκρυπταν, τους αποσιωπούσαν, τους απομόνωναν. Δεν μπορούσες να πας: υπήρχαν φρουρές, συρματοπλέγματα, όπλα. Γίνονταν, λοιπόν, και πάλι Ου-τοπίες, αντίστροφες αυτή τη φορά: δεν υπόσχονταν καλύτερη ζωή, υπόσχονταν βέβαιο θάνατο.

Ήταν ένας τρόπος να κουρελιάσει η πραγματικότητα τη φαντασία. Επειδή υπάρχει ένας ακόμη, μπορεί σκληρότερος: το να προσπαθήσεις να κάνεις την Ουτοπία, πραγματικότητα – ή αλλιώς το οία αν γένοιτο να το περάσεις μέσα στο οντικό επίπεδο των γενομένων. Σκέφτομαι τον Πλάτωνα· η ουτοπία που περιέγραψε στην Πολιτεία του, όταν επιχειρήθηκε να μεταφερθεί στην πραγματικότητα, εξέθρεψε τυράννους. Όπως η ουτοπία της μαρξικής κοινωνίας που τσαλαπατήθηκε από την πραγματικότητα των Σοβιέτ. Και, νωρίτερα το ίδιο είχε συμβεί με τον γάλλο ουτοπικό σοσιαλιστή και μεταρρυθμιστή Etienne Cabet, εισηγητή του όρου «κομμουνισμός»: εξόριστος στην Αγγλία, περιέγραψε μιαν ιδανική κοινωνία στο Voyage en Icarie (1840), όπου υπεστήριζε τον κρατικό έλεγχο όλης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (οι αντιλήψεις του επηρέασαν τον Μάρξ και τον Ένγκελς). Μετά την επανάσταση του 1848, έφυγε, μαζί με τους οπαδούς του, από το Παρίσι για τις Η.Π.Α., για να οργανώσει την ιδανική του κοινωνία. Στην αρχή πήγαν στο Τέξας, μετά στο Ιλλινόι· εκεί ίδρυσαν μια νέα «αποικία» - την «Ικαρία». Το 1855, ο Cabet εκδιώχθηκε από την «Ικαρία» του· είχεν υπάρξει εξαιρετικά αυταρχικός και καταπιεστικός. Το πείραμά του συνεχίστηκε από οπαδούς του και μετά το θάνατό του (1856), αλλά η τελευταία «αποικία Ικαριστών» διαλύθηκε στα 1898. Η μεταφορά της Ου-τοπίας στην πραγματικότητα απέτυχε· φαίνεται πως μερικά πράγματα επιβιώνουν μόνον όταν παραμένουν στο οντικό πλαίσιο της φαντασίας.

Πολιτικές ουτοπίες: ο Saint-Simon, o Fourier, o Proudhon, o Robert Owen· ο τελευταίος προβάλλει στην ιστορία των ιδεών ως ο κατεξοχήν ουτοπικός σοσιαλιστής, ο εισηγητής μιας πολιτικής θεωρίας που δεν θα μπορούσε ποτέ να υλοποιηθεί. Εν τέλει, η ιδανική κοινωνία φαντάζει απρόσιτη, αενάως επιδιωκόμενη και μήποτε πληρούμενη. Κάπως σαν τον Παράδεισο, δηλαδή· σαν την «Ουράνια Ιερουσαλήμ», που αν πρόκειται να την προσεγγίσει κανείς, θα είναι μόνο μετά θάνατον. Civitas Dei – η (πολιτικο)θρησκευτική ουτοπία του Αυγουστίνου της Ιππώνος, που έγινε άγιος (κατ’ εμέ, απολύτως αντιπαθητικός, εν τούτοις). Δεν ξέρω γιατί την ονόμασαν «ουτοπία». Στην πραγματικότητα, ήταν έργο προπαγάνδας. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τους Οστρογότθους το 410, οι κάτοικοι της πόλης πίστεψαν ότι αυτό ήταν η τιμωρία των θεών, επειδή είχαν εγκαταλείψει την παλαιά τους θρησκεία. Τότε ο Αυγουστίνος έγραψε την Πολιτεία του Θεού (ο πλήρης τίτλος είναι De civitate Dei contra paganos – δηλαδή Περί της πολιτείας του Θεού εναντίον των ειδωλολατρών) για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στη χριστιανική πίστη. Το έργο αποτελείται από 72 βιβλία και γράφτηκε στο διάστημα 413-426. Ουσιαστικά, παρουσιάζει την ανθρώπινη ιστορία ως μία σύγκρουση ανάμεσα στην Πολιτεία του Θεού και την Πολιτεία του Ανθρώπου: η μοίρα της δεύτερης είναι να τελειώσει κάποτε, για να θριαμβεύσει η πρώτη. Το «τέλος της ιστορίας», λοιπόν – αν και με άλλους όρους. (Και, τώρα σκέφτομαι, πως και για τις θρησκευτικές ουτοπίες ισχύει ό,τι και για τις πολιτικές: είναι καλύτερες, όταν παραμένουν στο πλαίσιο της θεωρίας). Αντιθέτως, καθαρή πολιτικο-θρησκευτική ουτοπία είναι η Πολιτεία του Ήλιου (Civitas Solis) του Tomasso Campanella (1623) – ένας ποιητικός διάλογος ανάμεσα στον Μέγα Διδάσκαλο των Οσπιταλίων (δηλαδή των Ιωαννιτών) Ιπποτών και σ έναν Γενοβέζο καπετάνιο. Τραγικό πρόσωπο ο Campanella – Αναγεννησιακός άνθρωπος, φιλόσοφος και αστρολόγος, διώχτηκε για τις θεολογικές του αντιλήψεις που θεωρήθηκαν ετερόδοξες αλλά και για τους αγώνες του εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας· παραπέμφθηκε στην Ιερά Εξέταση, φυλακίστηκε, βασανίστηκε: όταν πια αφέθηκε ελεύθερος και μπόρεσε να μιλά για την πολιτική του ουτοπία (υπό την υψηλή προστασία του καρδιναλίου Ρισελιέ), ο κόσμος είχε αλλάξει· η Ευρώπη των οικουμενικών ιδεών, στην οποία απευθυνόταν το Civitas Solis, έδινε τη θέση της στην Ευρώπη της raison d’etat.

Πώς μπορείς ν’ αντέξεις στην ιδέα ότι ο κόσμος που ονειρεύεσαι δεν θα υπάρξει ποτέ; Πώς συμφιλιώνεσαι με την άτεγκτη πραγματικότητα που λέει πως μια ιδανική κοινωνία δικαίου αντιστρέφεται αμέσως μόλις προσδεθεί στην καθημερινότητα; Γι’ αυτό η ουτοπία συγγενεύει με την τραγωδία. Θα μπορούσε να έχει παραμείνει ως τραγικό απόσπασμα της φαντασιακής παντοδυναμίας μέσα στην αντίξοη πραγματικότητα· εν τούτοις, ο Αριστοφάνης φρόντισε να υποδείξει και την άλλη της όψη. Στους Όρνιθες φτιάχνει κι εκείνος μια πολιτική ουτοπία – μόνο που την εντάσσει στο πλαίσιο της σάτιρας. Το ίδιο θα κάνει αιώνες αργότερα ο μέγιστος των σατιρικών, ο Jonathan Swift, στο περίφημο έργο του Travels into Several Remote Nations of the World, by Lemuel Gulliver, first a surgeon, and then a captain of several ships – που έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως Τα ταξίδια του Γκάλιβερ. Τελικά, αυτή είναι η λύση: γράφοντας για εκείνο που δεν μπορεί να υπάρξει, ο σατιρικός κατευθύνει τα δηλητηριώδη βέλη της σάτιράς του εναντίον του υπαρκτού, που δεν αλλάζει. Παρωδεί την πραγματικότητα, την καυτηριάζει, βυθίζει το νυστέρι του στη γάγγραινα της πολιτικής, κάνει βαθιές τομές σ’ ένα σώμα που αποδεικνύεται νεκρό, στα όρια της αποσύνθεσης. Και τι μ’ αυτό; Το σώμα παραμένει νεκρό και αποσυντίθεται εσαεί, χωρίς ποτέ να εξαφανίζεται. Σύμφωνοι – ούτε η σάτιρα μπορεί ν’ αλλάξει τα κακώς κείμενα, σε μαθαίνει όμως να γελάς μ’ αυτά. Σε μαθαίνει να γελάς ακόμη και με τις ελπίδες σου· με τις προσδοκίες σου για έναν καλύτερο κόσμο – έτσι, τουλάχιστον, δεν προδίδεσαι. Και, αν μη τι άλλο, διατηρείς την ιδιότητά σου ως ηθικού όντος: επειδή, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν διαρρηγνύοντες τα ιμάτιά τους, οι αμαθείς οπαδοί της «τέχνης» εν Ελλάδι, η σάτιρα ήταν ανέκαθεν μια ουσιωδώς ηθική πράξη. Ο σατιρικός επικρίνει το ανήθικο (δηλαδή, την αδικία, την ανελευθερία, την κακία, την εκμετάλλευση, τον αυταρχισμό – αυτά είναι ανήθικες στάσεις/πράξεις, και όχι ό,τι κοινώς νοείται την σήμερον) επειδή επιδιώκει τη συγκρότηση μιας ηθικής κοινωνίας. Δεν κάνει πλάκα: κάνει πολιτική παρέμβαση.

Βλέποντάς το διαφορετικά, η ουτοπία είναι ένα είδος μητρόπολης. Και δημιουργεί τις αποικίες της με δύο τρόπους: είτε παρακινεί για τη γένεση άλλων ουτοπιών είτε ωθεί στην πραγμάτωσή τους. Σταδιακά, οι αποικίες γίνονται ανεξάρτητες – καλύτερες ή χειρότερες, κατά περίπτωσιν. Στα νεότερα χρόνια, αυτές οι «ουτοπικές μητροπόλεις» πέρασαν στη μαζική κουλτούρα – στα κόμικς και στον κινηματογράφο: η Metropolis, η Gotham City, οι μεγάλες εφιαλτικές μητροπόλεις στο Brazil ή στο Matrix. Εφιαλτικές: στον 20ό αιώνα, οι ουτοπίες έγιναν η έδρα του κακού, καταδικασμένες κολάσεις που σώζονται την τελευταία στιγμή χάρη στην έλευση του Μεσσία-Υπερανθρώπου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το τέλος της Ουτοπίας: οι ιδανικές πολιτείες επαφίενται στη «θεϊκή» παρέμβαση του ενός. Κι αυτός ο ένας δεν είναι ο αριστοφανικός Προμηθέας – ίσως επειδή στις «ουτοπικές μητροπόλεις» του μέλλοντος δεν υπάρχουν πονηροί Πεισθέταιροι.



Λιτσα.

La place du dieu anonyme.


Βρε ανθρωπάκια, τι μου στοιβάζεστε όλοι μπροστά στο χαλί; Τι μου παίρνετε πόζες ζώντας το δευτερόλεπτο της δόξας σας στο άλμπουμ που δεν θα δει κανείς; Σας χαζεύω αλήθεια και γελάω σαν φαντάζομαι τι θα λέτε σε φίλους και γνωστούς. Α οι Κάννες είναι μία μαγεία, η Κρουαζέτ ένα όνειρο. Εκεί στις σκοτεινές σας μπυραρίες και στα πλαστικά σπιρτόκουτά σας. Χωμένοι μέχρι το θάνατό σας. Για τους λίγους είναι αυτή η ζωή και πάρτε το χαμπάρι. Βλέπεις την πόρσε που περνάει; Το αμούστακο παιδί δεν ξέρει τι θα πει μηνιάτικο και τράπεζες κι υποχρεώσεις. Τύχη, φίλε μου, που από μια μήτρα βρέθηκες ξαφνικά στα μεταξωτά σεντόνια κι ο μπαμπάς έξω κάπνιζε την πουράκλα του όλο αγωνία για τον κληρονόμο. Τους καταλαβαίνω αυτούς τους χορτασμένους τύπους. Αλλά αυτοί είναι καλό να συνεχίσουν να ζουν έτσι και να μην ξεπέσουν. Μετά καλύτερα να κάνουν καμιά βουτιά από την ταράτσα του ουρονοξύστη τους. Ο κόσμος των μικρών είναι ακατάλληλος όταν υπήρξες μεγάλος. Προτιμότερο το άλμα στο κενό παρά η βουτιά στον λαουτζίκο, στα φιατάκια και τα πικ νικ τα σαββατοκύριακα. Μετά γίνεσαι τίποτε, ένας από το σωρό. Έτσι που τα καταντήσατε μόνο αυτό μετράει. Πόσο ρόλεξ πήγε η ώρα; Κανονικά τους τάφους σας πρέπει να τους καταργήσετε. Πρέπει να σας θάβουν με το αμάξι σας, νεκροταφεία αυτοκινήτων και σωμάτων. Δύο σε ένα. Δεν γίνομαι σκληρός. Αυτός είναι ο κόσμος σας. Κάνετε τα παιδιά σας και παρηγοριέστε, μερικοί γινόσαστε διάσημοι και σας χειροκροτάει ο κόσμος στα σαλόνια, περιμένει για το αυτόγραφό σας, βάζει το κεφάλι στα χάρτινα ικριώματά σας και καμαρώνει. Και μετά; Δεν είμαι εγώ σκληρός, το υλικό μου είναι και η μνήμη σας. Υπήρξα κάποτε ένας μικρός θεός· μετά χαλάσατε τα σπίτια μας με τους σταυρούς και τους νέους αγίους. Κάποτε απόθεταν στο ναό μου φρέσκα λουλούδια και τη νιότη τους λεπτόλαιμα κορίτσια. Κάποτε καίγανε μυρωδικά στις εαρινές γιορτές μου, λύνανε τις πλεξούδες τους οι ιέρειες, δένονταν με τα μάγεια του έρωτα οι άντρες που έπιναν το κρασί τους στ’ όνομά μου. Τώρα μικροί ναοί παντού στους δρόμους, ονόματα ποικίλα -BNP Paribas, Deutsche Bank, Fortis- και δέχονται την πιο ακριβή ουσία σας, τις χάρτινες καρδιές σας. Ναι, και σας δίνουν, μα πρέπει να τις ανταλλάξετε μετά με χρόνο, περισσότερη ζωή δική σας. Τώρα ξεχνάτε τα παλιά ονόματα, ξεχάσατε και μένα, αφού με φτιάξατε και μ’ αποθέσατε εδώ να παίζω με τα περιστέρια και τις κουρούνες. Τώρα κανείς δεν στρέφεται σε τούτη τη μικρή πλατεία που μπήξατε στη μέση της ένα μικρό θεό, κανείς δεν φωτογραφίζεται δίπλα μου, άδικα ανεμίζουν στον αιώνα οι μπούκλες, μάταια σήκωνονται τα χέρια της ικεσίας. Γι’ αυτό να μην πιστέψετε ότι είμαι σκληρός. Σκληρό είναι το υλικό μου και παίρνει την πιο πρασινοχάλκινη απόχρωση κάτω από τον ήλιο της προσωρινής σας παντοδυναμίας, το πιο πράσινο που λατρεύουν τα περιστέρια κι οι κουρούνες.


doratsirka

Πολη - Γυναικα.

Σας κατέχω. Δεν το γνωρίζετε, αλλά σας χωνεύω ήδη στο πολύχωρο στομάχι μου. Υπέρτατη ερωμένη. Τα άκρα μου διακλαδίζονται χιλιόμετρα μακριά απ' τον κορμό μου. Υφαίνω τις προίκες μου στα πιο χλωρά βουνά κι αυτά παραδίδονται κάτω από την καφτερή μου ανάσα. Μεγαλώνει το σώμα μου, μέρα με τη μέρα μεστώνει, εκρήγνυται όλο και πιο πέρα. Κάνουν καλή δουλειά χέρια και πόδια. Χιλιοπλόκαμο θα με τραγουδούσαν οι παλιοί. Μόλις τσιμεντώσω την κυριαρχία μου στα ψηλά, τραβάω για την αρμύρα και το αβέβαιο βασίλειο της άμμου. Πάντα βρίσκω τρόπους κι εκεί να κουμαντάρω τους όρμους και τις τραχιές γλωσσίδες που μπήγονται όλο ηδονή στο πέλαγος. Στα στήθια μου κρατάω τα ενθύμια του παρελθόντος, ένδοξες μνήμες των τωρινών πληβείων. Να έχουν να παρηγοριούνται και να θαυμάζουν σαν ξημερώνονται λεροί στα λασπωμένα σοκάκια των νεύρων μου. Από νέον τα μαλλιά μου και τα υγρά μου μάτια συντριβάνια να στολίζονται και να πνίγονται οι νάρκισσοι. Με τα φώτα και τις μουσικές που κρέμονται από τ' αφτιά μου, γητεύω τους τρελούς που προσκυνούν την αιώνια αυτοκράτειρα. Έχω πολλά φαρμάκια για να σας κρατάω όλους. Πιο πολύ συνωστίζονται στα λαγόνια μου οι σκλάβοι του κορμιού. Κάποτε τους δίνουν αέρινο όνομα, Βαρδάρης των φαντάρων και της χωριατιάς, κι άλλοτε περιπαθές, Φιλής της χιλιοφορεμένης γεύσης και του νάϋλον κομπινεζόν της παστρικιάς. Στις φουντωτές μασχάλες και την ήβη μου αφήνω να κρυφοπαίρνετε ανάσες, μα είναι μαυλιστική, πηχτή η δροσιά μου ίδια το σπέρμα που σας πολλαπλασιάζει στους σπειροειδείς κόρφους μου. Αναπνέω τις ζωές σας, εκπνέετε το αίμα μου, γίνεστε ένα με το δέρμα μου, τα στόματά σας πόροι μου, τα δακρυσμένα μάτια σας υγρασία που με κρατάει πάντα νέα. Βαθμιαία ένα γινόμαστε, γεύεστε τους χυμούς της σάρκας μου, ναρκώνεστε με τα μεθυστικά αρώματα και ξεχνάτε. Μόνο την καρδιά μου μην ψάξετε. Βολευτείτε στα σπλάχνα μου και μην ζητάτε περισσότερα. Δεν γεννήθηκε ακόμη ο άνθρωπος που θα αξιωθεί τέτοια τιμή.


doratsirka

Als das Kind Kind war.

Als das Kind Kind war,
ging es mit hangenden Armen,
wollte der Bach sei ein Flu?,
der Flu? sei ein Strom,
und diese Pfutze das Meer.



Als das Kind Kind war,
wu?te es nicht, da? es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.



Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
sa? oft im Schneidersitz,
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.



Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht blo? ein Traum?
Ist was ich sehe und hore und rieche
nicht blo? der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsachlich das Bose und Leute,
die wirklich die Bosen sind?
Wie kann es sein, da? ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und da? einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?



Als das Kind Kind war,
wurgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedunsteten Blumenkohl.
und i?t jetzt das alles und nicht nur zur Not.



Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schon
und jetzt nur noch im Glucksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt hochstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.



Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.



Als das Kind Kind war,
genugten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.



Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnusse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer hoheren Berg,
und in jeden Stadt
die Sehnsucht nach der noch gro?eren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einemHochgefuhl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.



Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.



Als das Kind Kind war,
ging es mit hangenden Armen,
wollte der Bach sei ein Flu?,
der Flu? sei ein Strom,
und diese Pfutze das Meer.



Als das Kind Kind war,
wu?te es nicht, da? es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.



Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
sa? oft im Schneidersitz,
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.



Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht blo? ein Traum?
Ist was ich sehe und hore und rieche
nicht blo? der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsachlich das Bose und Leute,
die wirklich die Bosen sind?
Wie kann es sein, da? ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und da? einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?



Als das Kind Kind war,
wurgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedunsteten Blumenkohl.
und i?t jetzt das alles und nicht nur zur Not.



Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schon
und jetzt nur noch im Glucksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt hochstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.



Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.



Als das Kind Kind war,
genugten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.



Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnusse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer hoheren Berg,
und in jeden Stadt
die Sehnsucht nach der noch gro?eren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einemHochgefuhl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.



Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.



Cherryfairy

New York New York.

.
Σκηνοθέτης: Μάρτιν Σκορτσέζε
Στούντιο: United Artists
Ηθοποιοί: Λίζα Μινέλι, Ρόμπερτ ντε Νίρο


Ένας ταλαντούχος σαξοφωνίστας και μια εξίσου ταλαντούχα τραγουδίστρια συναντιούνται στη Νέα Υόρκη του 1945, τη βραδιά που η Αμερική γιορτάζει την ήττα του ιαπωνικού στρατού. Ξεκινούν κοινή καριέρα σε μεγάλη ορχήστρα και στην πορεία παντρεύονται. Η σχέση τους αρχίζει να καταρρέει, όταν εκείνη μένει έγκυος και δέχεται προτάσεις για σόλο τραγούδι.


New York, New York
.

donald


Scorsese’s movie is a big, self-conscious, experimental movie masquerading as a musical. Rather, it is a big, self-conscious, experimental movie that takes as its subject the structure, the mythology, the experience of the Hollywood musical. More importantly, it replaces the familiar romantic melodrama usually found at the center of such a film with a scenario that resembles what A Star is Born might have felt like had been directed by John Cassavetes. Liza Minnelli looks every bit the brassy, good-natured, ambitious swing band chanteuse as Francine Evans, in what would be her last effective lead performance on the big screen. Paul rightly describes her quality as equal parts tremulous and brassy—often Minnelli seems like she’s going to start vibrating like a gong, either out of sheer performance joy or uncontrollable spasms of nervous exhaustion. She’s used by Scorsese as much for her lineage (her mother, Judy Garland, was often the star in the lush, fiercely emotional musicals her father, Vincente Minnelli, directed for MGM) as for her near iconic visual appropriateness and crackling timing as an actress. And she takes to the sumptuous, pleasurably overscaled production and costume design as if it were her own private dress-up world, one in which she maintains the contrast between the delights of the music of the era and the brutal emotional abuse of her relationship with up-and-coming saxophone player Jimmy Doyle. Robert De Niro plays Doyle, who zeroes in on Francine during a VJ Day celebration and pathologically refuses to quit hitting on her, as Travis Bickle with a bad Hawaiian shirt, a discernible talent and a narrow-minded pursuit of musical integrity. At first De Niro’s approach to the character plays as if he was never consciously able to shake the specter of Bickle, and the choice (and it was a choice) seems like a mistake. The long shadow of Bickle’s present-day paranoia seems initially inappropriate for a brazenly artificial take on the emotional core of the Hollywood musical.

.

donald


donald


But it’s the contrast between Minnelli’s swing-era perfection, De Niro’s up-front and anachronistic (for the Hollywood genre) psychological instability, and Scorsese’s no-fear examination of what happens when the artifice of a musical world clashes with a warts-and-all character study of two ambitious characters for whom performance is the only way they can adequately feel connected to the “real” world, that allows the movie’s themes, and even its occasional dissonant notes and inconsistencies of tone and pace, to coalesce into a living, breathing personal statement. For Paul (and certainly not just for him), this constitutes one of the film’s major drawbacks. He writes that New York, New York is “a movie that feels at war with itself, in which the musical numbers and the dialogue scenes don’t mesh well”. But it seems to me that this war is, in fact, the subject of the film, the reason Scorsese wanted to make it. That very incompatibility is what fascinates Scorsese-- how these two strains of Hollywood artifice (and yes, Cassavetes’ emotional dramas spun their own kind of artifice) might possibly co-exist. After all, they certainly co-exist in his encyclopedic mind as a cinephile, so what might be wrong with making a movie that acknowledges, in its look, its feel in the very way it gathers momentum and dissipates it between sequences, the attempt to connect these two seemingly irreconcilable approaches to film drama? Even the title of the film reflects the dual sensibilities at work in envisioning a post-war New York City as a place of nostalgic reverie and bitter, uncomfortable emotional truth. (It is astounding too, as Paul notes, that the title tune, so tightly associated with everyone from Frank Sinatra and Minnelli to George Steinbrenner, was not an authentic standard unearthed from some vault and polished up, rights all paid for, but was instead penned for the movie by John Kander and Fred Ebb.)

.

donald


All of this might, to some ears, seem like I’m coming awfully close to saying that it’s what’s bad and dissonant and rough about New York, New York, the elements where glossy genre cannot, in the end, compliment or illuminate the gritty examination of the grinding gears of ambition and love, that makes it a fine movie. Not quite. There are indications, even in its much-preferable extended version, clear indicators that the movie has chunks still missing-- the strand involving Mary Kay Place as the talentless singer who replaces Francine in Jimmy’s band is underdeveloped and left to dangle, and even Francine’s rise to stardom in the aftermath of the birth of her son, the both of them abandoned by Jimmy in a devastating, wordless hospital scene— seems truncated, unsatisfying and, most damningly, unconvincing. But the movie, I think, minimizes those moments where the Method imbalances the Metro-Goldwyn-Mayer through the sheer force of the conviction of the actors at its heart. It wasn’t long after this movie that De Niro began doing “De Niro,” but here there is still enough of a connection to Bickle and the young Vito, and 1900, and, most importantly, the bottle-rocket unpredictability of Johnny Boy from Mean Streets, to convince us that De Niro had not yet begun to fool around.

.

donald


And Minnelli, only a year or so away from parody, and self-parody, seems so in her element here that it’s scary, and I mean that as a compliment. She’s frighteningly good and would never again have a role that allowed her to so fruitfully channel the warring elements in her own personality—the illusion of the shining Hollywood star tempered by the knowledge of the pressure, addiction and even madness that stardom can bring—into such rich thematic resonance. She anchors the splendidly bitter and self-referential “Happy Endings” sequence, famously restored from the 1977 theatrical release, which brings the movie brilliantly full circle to a point where kitchen-sink dramaturgy and delirious musical fantasy don’t seem so far removed from each other after all. New York, New York (shot by the late, brilliant cinematographer Laszlo Kovacs) is a gorgeous, daring movie that soars on conflicting styles masterfully choreographed by a director in love not with genre, or the integrity of improvised acting truth, but with the power at the heart of movies. It soars as much on what it says about what we, the audience, see and process within seemingly polarized film styles as it does on the melodrama and emotion woven delicately, and indelicately, into the music that courses through its lush, tension-filled visual design and its glorious soundtrack. New York, New York is about Hollywood reality, and how Hollywood reality can be about life.

.

donald


donald


Το τραγουδι New York, New York απο την Liza Minnelli



Το τραγουδι New York, New York απο τον Frank Sinatra



.
donald


Φιλμογραφια του Μαρτιν Σκορτσέζε.
.
Το 1976 ο Σκορτσέζε σκηνοθετεί τον «Ταξιτζή», μία από τις ταινίες που άφησαν εποχή στον παγκόσμιο κινηματογράφο, όχι μόνο εξαιτίας της θαυμάσιας σκηνοθεσίας της, αλλά και της συγκλονιστικής ερμηνείας του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ερμηνεία που σήμερα διδάσκεται στις δραματικές σχολές. Η ταινία επανέρχεται στο προσκήνιο πέντε χρόνια μετά, όταν ο Τζον Χίκλει, κατηγορούμενος για την απόπειρα δολοφονίας κατά του προέδρου των ΗΠΑ, δήλωσε ότι επηρεάστηκε από ένα χαρακτήρα της ταινίας ο οποίος επιχείρησε αντίστοιχη απόπειρα εναντίον ενός γερουσιαστή. Ο «Ταξιτζής» κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1976, ενώ προτάθηκε για τέσσερις ακόμη διακρίσεις στα Όσκαρ, χωρίς ωστόσο να κερδίσει κάποιο.

Η επιτυχία του «Ταξιτζή» δίνει θάρρος στον Σκορτσέζε να γυρίσει την πρώτη του ταινία μεγάλου προϋπολογισμού, το μιούζικαλ «New York, New York», σηματοδοτώντας την τρίτη του συνεργασία με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Ταινίες που σκηνοθέτησε ο Μαρτιν Σκορτσέζε.



- 1967: The Big Shave

- 1967: Who's That Knocking at My Door

- 1970: Street Scenes

- 1972: Boxcar Bertha

- 1973: Mean Streets

- 1974: Italianamerican

- 1974: Alice Doesn't Live Here Anymore

- 1976: Taxi Driver

- 1977: New York, New York

- 1978: American Boy: A Profile of Steven Prince

- 1978: The Last Waltz

- 1980: Raging Bull

- 1983: The King of Comedy

- 1985: After Hours

- 1986: The Color of Money

- 1988: The Last Temptation of Christ

- 1989: New York Stories

- 1990: Goodfellas

- 1991: Cape Fear

- 1993: The Age of Innocence

- 1995: Casino

- 1995: A Personal Journey with Martin Scorsese Through American Movies

- 1997: Kundun

- 1999: My Voyage to Italy

- 1999: Bringing Out the Dead

- 2002: Gangs of New York

- 2004: The Aviator

- 2005: No Direction Home: Bob Dylan

- 2006: The Departed

- 2007: Shine a Light

- 2008: Silence

.
donald

Σάββατο 18 Αυγούστου 2007

Σερτζιο Λεονε

Ο Σέρτζιο Λεόνε (ιταλ. Sergio Leone) (3 Ιανουαρίου, 1929 - 30 Απριλίου, 1989) ήταν ένας Ιταλός σκηνοθέτης. Έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία για τα αποκαλούμενα "σπαγγέτι γουέστερν" του καθώς και για το χαρακτηριστικό τρόπο κινηματογράφισης του, όπου συχνά αντιπαραθέτει πολύ κοντινά πλάνα (close-ups) με μαρινές λήψεις (long shots).


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη. Ο πατέρας του, Vincenzo Leone, ήταν από ένας τους πρώτους σκηνοθές του Ιταλικού κινηματογράφου (με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι) και η μητέρα του ηθοποιός. Άρχισε να δουλεύει στιν κινηματογράφο σε ηλικία 18 ετών. Ξεκίνησε γράφοντας σενάρια στη δεκαετία του '50 για τα επονομαζώμενα "πέπλα" (ψευδοϊστορικά έπη χαμηλού προϋπολογισμού) που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή εκείνη την εποχή. Παράλληλα εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη σε γνωστές Χολυγουντιανές παραγωγές που γυρίστικαν στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά, μεταξύ των οποίων τα Κβο Βάντις (1951) και Μπεν Χουρ (1959).

Το 1959 στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας ο βασικός σκηνοθέτης Mario Bonnard αρώστησε βαριά και οι παραγωγοί ζήτησαν από το Λεόνε, που εργάζονταν σαν βοηθός σκηνοθέτη, να ολοκληρώσει την ταινία. Όταν δυο χρόνια αργότερα κλήθηκε να σκηνοθετήσει τον Κολοσσό της Ρόδου είχε ήδη την εμπειρία για να ανταπορκιθεί στις απαιτήσεις τέτοιων παραγωγών.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60 η απήχηση των ιστορικών επών εκφυλίστηκε, ο Λεόνε εντούτοις είχε την τύχη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους που ασχολήθηκαν με το ανερχόμενο τότε είδος των γουέστερν. Η ταινία του Για Μια Χούφτα Δολλάρια (Per un pugno di dollari, 1964) υπήρξε μια από τις πρώτες (και πολύ επιτυχημένες) προσπάθειες στο είδος του "σπαγγέτι γουέστερν". Βασισμένο στο Ιαπωνικό ιστορικό έπος του Ακίρα Κουροσάβα, Yojimbo (1961), προκάλεσε νομικές διαμάχες με τον Ιάπωνα δημιουργό. Έμεινε επίσης στην ιστορία ως η ταινία που καθιέρωσε τον Κλιντ Ίστγουντ, έναν άγνωστο μέχρι τότε τηλεοπτικό ηθοποιό, σε παγκόσμιο αστέρα.

Η ατμόσφαιρα της ταινίας, αποτέλεσμα εν μέρη του μικρού προυπολογισμού και των Ισπανικών τοπίων που χρησιμοποιήθηκαν, παρουσίασε ενα τραχύ, βίαιο και ηθικά περίπλοκο όραμα της Αμερικανικής Δύσης, που αν και αποτελούσε φόρο τιμής στα παραδοσιακά Αμερικανικά γουέστερν, διαφοροπιούνταν σημαντικά από αυτά σε επίπεδο ιστορίας, πλοκής, διάθεσης και σκιαγράφισης των χαρακτήρων. O Λεόνε επάξια αναγνωρίζεται σαν ο αναμορφωτής του σύγχρονου γουέστερν δημιουργώντας ένα ρεύμα που επηρέασε όλα τα μελλοντικά γουέστερν αλλά και διαφορετικά είδη ταινιών. Στα κλασσικά γουέστερν οι ήρωες των ταινιών, καλοί και κακοί, παρουσιάζονταν πάντα ατσαλάκωτοι και καθαροί, ενώ η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ήθος του καθενός ήταν πάντα τονισμένη και ευδιάκριτη (με τη βοήθεια ακόμα και των ρούχων τους, οι καλοί φορούσαν πάντα άσπρο καπέλο, ενω οι κακοί μαύρο). Οι χαρακτήρες του Λεόνε αντιθέτως υπήρξαν πολύ πιο "ρεαλιστικοί" και περίπλοκοι. Συνήθως ήταν μοναχικά-αντικοινωνικά όντα, που σπάνια πλένοταν ή ξυρίζονταν, έδειχναν βρώμικοι και είχαν βεβαρημένο παρελθόν. Ο αμφίσημος χαρακτήρας τους ανάλογα με τις περιστάσεις μεταρέπονταν από συμπονετικός και γεναιόδωρος σε βάρβαρο, κυνικά εγωιστή και καιροσκοπικό. Αυτή η άισθηση ρεαλισμού επηρρεάζει ακόμα και σήμερα τα γουέστερν που γυρίζονται. Πολλοί αποκάλεσαν ειρωνία το γεγονός οτι ένας Ιταλός, που δεν μίλαγε Αγγλικά και δεν είχε ποτέ του αντικρύσει την Αμερικάνική Δύση μπόρεσε σχεδόν μεμιάς να αλλάξει για πάντα την αρχετυπική εικόνα του "καομπόι.

Οι δύο επόμενες ταινίες του, Μονομαχία στο Ελ Πάσο (1965) και Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (1966), ολοκλήρωσαν την τριλογία, με την κάθε μια να είναι εμπορικά πιο επιτυχημένη και τεχνικά αρτιότερη από την προηγούμενη. Τη μουσική και στις τρείς αυτές ταινίες υπογράφει ο παραγωγικότατος συμπατριώτης του Λεόνε και θρύλος σήμερα της μουσικής, Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε είχε αναπτύξει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφισης γύριζοντας τις σκηνές των ταινιών του με υπόκρουση την μουσική του Μορικόνε. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν οτι Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος ήταν η κορυφαία ταινία της τριλογίας.

Με εφαλτήριο την επιτυχία της τριλογίας του, το 1967 εκκλήθει στην Αμερική προκειμένου να σκηνοθετήσει αυτό που ήλπιζε να αποτελέσει το αριστούργημα του, το φιλόδοξο Κάποτε στη Δύση, για λογαριασμο της Paramount Pictures. Γυρισμένο ώς επι το πλήστον σε Ισπανία και Ιταλία και εν μέρη στο Monument Valley της Γιούτα και με πρωταγωνιστές τους Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Κλαούντια Καρντινάλε, αποτέλουσε μια εκτεταμένη, συχνά βίαια και ονειρική φιλοσόφιση πάνω στη μυθολογία της Αμερικανικής Δύσης. Την ιστορία έγραψαν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο (με σημαντικές μετέπειτα καριέρες ως σκηνοθέτες) και το σενάριο υπέγραψε ο μακροχρόνιος φίλος και συνεργάτης του Λεόνε, Σέρτζιο Ντονάτι. Οι υπέυθυνοι της Paramount ξαναμοντάρησαν το υλικό πριν τη διανομή του στις αίθουσες με αποτέλεσμα την εμπορική του αποτυχία στις Η.Π.Α. Στην Ευρώπη η ταινία έγινε επιτυχία και σήμερα θεωρείται από πολλούς ώς η κορφαία ταινία του δημιουργού.

Τα επόμενα χρόνια ο Λεόνε σκηνοθέτησε την ταινία A Fistful of Dynamite (Giu la testa, 1971), έκανε την παραγωγή σε έναν μικρό αριθμό ταινών και δημιούργησε βραβευμένα τηλεοπτικά σποτ. Είχε απορίψει την πρόταση να σκηνοθετήσει το Νονό για χάρη μιας άλλης γκαγκστερικής ιστορίας που είχε συλλάβει μερικά χρόνια πριν. Αφιέρωσε περισσότερα από δέκα χρόνια σε αυτή την παραγωγή που βασίζονταν στο βιβλίο του Harry Grey, "The Hoods" και εξιστορούσε τη ζωή τεσσάρων εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ στη Νέα Υόρκη της εποχής του μεσοπολέμου. Το Κάποτε στην Αμερική (1984) με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζέημς Γουντς ήταν ακόμα μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε έναν Αμερικανικό μύθο, το ρόλο της απληστίας και της βίας στη δύσκολη συνύπαρξη τους με ένοιες όπως εθνική καταγωγή και φιλία. Για μία ακόμη φορά το τελικό αποτέλεσμα κρίθηκε υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια και πολυ δηκτικό για τα στάνταρ του στούντιο, με αποτέλεσμα την δραστική περικοπή σκηνών (για την Αμερικανική αγορά μόνο) και την εμπορική αποτυχία. Στον υπόλοιπο κόσμο η ταινία προβλήθηκε χωρίς περικοπές στην πλήρη διάρκεια της (4 ώρες) και αποτέλεσε τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία.

Τη χρονία που πέθανε, το 1989, βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο η προετοιμασία της επόμενης ταινίας του, ενός ιστορικού έπους που διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λεόνε ήταν διαβόητος για την ακόρεστη όρεξη του, κάτι που τον οδήγησε στην παχυσαρκία, παράγοντας που πιθανότατα συντέλεσε στο θάνατο του από έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Αν και οι κριτικοί αρχικά δεν εκτίμησαν το έργο του, εξαιτίας της αρνητικής προκατάληψης απέναντι στα σπαγγέτι γουέστερν, σήμερα η αξία του Λέονε αναγνωρίζεται παγκοσμίως.

Φιλμογραφια

Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας (Gli ultimi giorni di Pompei, 1959) (Ο Λεόνε υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη στη συγκερκιμένη ταινία, αλλά ανέλαβε την σκηνοθεσία όταν αρρώστησε ο βασικός σκηνοθέτης Mario Bonnard)
Ο Κολοσσός της Ρόδου (1961)
Για Μια Χούφτα Δολλάρια (Per un pugno di dollari, 1964)
Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (Per qualche dollaro in piu, 1965)
Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (Il buono, il brutto, il cattivo, 1966)
Κάποτε στη Δύση (C'era una volta il West, 1968)
A Fistful of Dynamite (Giu la testa, 1971)
Κάποτε στην Αμερική (C'era una volta in America, 1984)